μεδούλι

μεδούλι
και μεδούλλι και μελούδι, το (Μ μεδούλλι[ο]ν)
ο μυελός τών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μεδούλλιον, υποκορ. τού λατ. medulla «μεδούλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεδούλι — το ιού (λ. λατ.) 1. ο μυελός των οστών. 2. φρ., «Θα σου πιω το μεδούλι», θα σε ταλαιπωρήσω· «ως το μεδούλι», ολοκληρωτικά, σε μεγάλο βαθμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμύελος — η, ο (Α ἀμύελος, ον) [μυελός] αυτός που δεν περιέχει μυελό, μεδούλι …   Dictionary of Greek

  • μυαλό — και μνυαλό, το (Μ μυαλό και μυαλόν) 1. εγκέφαλος («με αλοσκόρπιστα μυαλά», Σολωμ.) 2. ο μυελός τών οστών, το μεδούλι («αυτό το κόκαλο είναι γεμάτο μυαλό») 3. ο νωτιαίος μυελός 4. νους, κρίση, διάνοια («κοφτερό μυαλό») 5) φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα… …   Dictionary of Greek

  • μυελόεις — μυελόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος από μυελό, από μεδούλι 2. (κατ επέκτ.) μαλακός, τρυφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής — Ομάδα σποραδικών (αυτόματης εμφάνισης, χωρίς αναγνωριζόμενη αιτία), μεταδιδόμενων ή κληρονομικών εγκεφαλοπαθειών, που παρουσιάζουν ποικιλία στον χρόνο επώασης και στην ταχύτητα εξέλιξης, είναι όμως πάντα θανατηφόρες, αφού μέχρι τώρα δεν υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • μυελός — ο ουσία που εμπεριέχεται στα οστά, το μεδούλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οστεομυελίτιδα — η πάθηση στο μεδούλι των οστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”